οχλοκρατία

οχλοκρατία
Πολίτευμα στο οποίο κυβερνά ο όχλος. Τον όρο χρησιμοποίησε κυρίως ο Αριστοτέλης, για να υποδηλώσει τις παρεκτροπές από το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο όρος σήμερα τείνει να πάψει να χρησιμοποιείται, μετά τη διαμόρφωση νέων κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών, που έφεραν στο προσκήνιο τις λεγόμενες «κατώτερες τάξεις».
* * *
η (ΑΜ ὀχλοκρατία και δ. γραφ. ὀχλοκρασία και ὀχλοκράτεια)
πολιτική κατάσταση κατά την οποία επικρατεί ο όχλος
νεοελλ.
μτφ. αναρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + -κρατία (< -κράτης < κρατῶ), πρβλ. δημο-κρατία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀχλοκρατία — ὀχλοκρατίᾱ , ὀχλοκρατία mob rule fem nom/voc/acc dual ὀχλοκρατίᾱ , ὀχλοκρατία mob rule fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχλοκρατίᾳ — ὀχλοκρατίαι , ὀχλοκρατία mob rule fem nom/voc pl ὀχλοκρατίᾱͅ , ὀχλοκρατία mob rule fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχλοκρατία — η 1. πολίτευμα ή κατάσταση όπου επικρατεί ο όχλος, το πλήθος. 2. μτφ., θορυβώδης συγκέντρωση, απειθάρχητη διεξαγωγή εργασιών συνέλευσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀχλοκρατίας — ὀχλοκρατίᾱς , ὀχλοκρατία mob rule fem acc pl ὀχλοκρατίᾱς , ὀχλοκρατία mob rule fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχλοκρατίαι — ὀχλοκρατία mob rule fem nom/voc pl ὀχλοκρατίᾱͅ , ὀχλοκρατία mob rule fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχλοκρατίαν — ὀχλοκρατίᾱν , ὀχλοκρατία mob rule fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχλοκρατίαις — ὀχλοκρατία mob rule fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχλοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχλοκρατία, ο χαρακτηριστικός τής οχλοκρατίας. επίρρ... οχλοκρατικώς και ά με οχλοκρατικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οχλοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] …   Dictionary of Greek

  • Ochlocracy — Angry mob redirects here. For the Kaiser Chiefs song, see The Angry Mob. Part of the Politics series Basic forms of government …   Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”