ὀχλοκρατία — ὀχλοκρατίᾱ , ὀχλοκρατία mob rule fem nom/voc/acc dual ὀχλοκρατίᾱ , ὀχλοκρατία mob rule fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλοκρατίᾳ — ὀχλοκρατίαι , ὀχλοκρατία mob rule fem nom/voc pl ὀχλοκρατίᾱͅ , ὀχλοκρατία mob rule fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχλοκρατία — η 1. πολίτευμα ή κατάσταση όπου επικρατεί ο όχλος, το πλήθος. 2. μτφ., θορυβώδης συγκέντρωση, απειθάρχητη διεξαγωγή εργασιών συνέλευσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀχλοκρατίας — ὀχλοκρατίᾱς , ὀχλοκρατία mob rule fem acc pl ὀχλοκρατίᾱς , ὀχλοκρατία mob rule fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλοκρατίαι — ὀχλοκρατία mob rule fem nom/voc pl ὀχλοκρατίᾱͅ , ὀχλοκρατία mob rule fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλοκρατίαν — ὀχλοκρατίᾱν , ὀχλοκρατία mob rule fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλοκρατίαις — ὀχλοκρατία mob rule fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχλοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχλοκρατία, ο χαρακτηριστικός τής οχλοκρατίας. επίρρ... οχλοκρατικώς και ά με οχλοκρατικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οχλοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Ν. Ι. Σαρίπολο] … Dictionary of Greek
Ochlocracy — Angry mob redirects here. For the Kaiser Chiefs song, see The Angry Mob. Part of the Politics series Basic forms of government … Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia